- αγραντολόγιστος
- και αγραντολόιστος, -η, -ο [γραντολογώ]1. (κυρίως για τα ιστία πλοίου) αυτό που δεν έχει ραφτεί γύρο γύρο με γραντί (δηλ. σχοινί), ώστε να αντέχει, να μη σκίζεται, να μην ξεφτίζει2. αυτός που είναι άσχημα ντυμένος, κακοντυμένος, ασουλούπωτος3. τραχύς, άξεστος, χυδαίος.
Dictionary of Greek. 2013.